Κλάιν, Φέλιξ

Κλάιν, Φέλιξ
(Felix Klein, Ντίσελντορφ 1849 – Γκέτινγκεν 1925). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Βόνης, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1868. Το 1872 διορίστηκε καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν και το 1875 στο πολυτεχνείο του Μονάχου. Τελικά, το 1880, διορίστηκε στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν στο οποίο παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του. Υπήρξε ιδρυτής του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του Γκέτινγκεν και αδιαμφισβήτητος αρχηγός της γερμανικής μαθηματικής σχολής. Οι σπουδαιότερες εργασίες του Κ. είναι αφιερωμένες στη μη ευκλείδεια γεωμετρία, στις θεωρίες των συνεχών ομάδων, των αλγεβρικών εξισώσεων, των ελλειπτικών συναρτήσεων και των αυτομορφικών συναρτήσεων. Οι μαθηματικές του απόψεις είναι συγκεντρωμένες στο έργο του Συγκριτική ανασκόπηση πρόσφατων ερευνών στη γεωμετρία (1872), γνωστό και ως Πρόγραμμα του Ερλάνγκεν. Οι έρευνες του Κ. στράφηκαν και στην προσπάθεια ανακάλυψης εσωτερικών δεσμών μεταξύ των διαφόρων ανεξάρτητων κλάδων των μαθηματικών και μεταξύ μαθηματικών και φυσικής τεχνολογίας. Συνεργάστηκε επίσης με τον συμπατριώτη του, Α. Ζόμερφελντ, στη συγγραφή του τετράτομου έργου μετον τίτλο Θεωρία του γυροσκοπίου (1910-23). Παράλληλα, υπήρξε ένας από τους ιδρυτές και τους εκδότες της Εγκυκλοπαίδειας Μαθηματικών Επιστημών. Επί 40 χρόνια ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Μαθηματικά Χρονικά. Ο Κ. ήταν δυναμικός επιστήμονας και τον απασχόλησαν έντονα και τα προβλήματα της μαθηματικής παιδείας. Για τον σκοπό αυτό, πριν από τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, είχε συγκροτήσει διεθνή επιτροπή για την αναδιοργάνωση της διδασκαλίας των μαθηματικών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Μάριους Σόφους — (Marius Sophus Lie, Νορντφιορντέιντ 1842 – Όσλο 1899). Νορβηγός μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Στο πανεπιστήμιο είχε ως καθηγητή μαθηματικών τον Σίλοφ, στη διδακτική ύλη του οποίου περιλαμβανόταν η έρευνα των Άμπελ και Γκαλουά στο αντικείμενο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”